-
1 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта
-
2 перевязка
1. (стр) η ένωση, ο αρμός, η σύνδεση- «в ёлку» η διάταξη τύπου ιχθυάκανθας, η αταχυοειδής διάταξη2. мед. η επίδεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевязка